σύνοδος

σύνοδος
η
1) сессия; 2) церк, синод

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σύνοδος" в других словарях:

  • σύνοδος — 1 masc/fem nom sg σύνοδος 2 assembly fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …   Dictionary of Greek

  • συνοδός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …   Dictionary of Greek

  • συνοδός — ο, η 1. αυτός που συνοδεύει: Τον ακολουθούσαν σεμικρή απόσταση οι συνοδοί του. – Εργάζεται ως συνοδός σε σχολικό λεωφορείο. 2. το δεύτερο μέλος διπλού αστρικού συστήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύνοδος — η 1. συνέλευση επισκόπων για συζήτηση εκκλησιαστικών θεμάτων και λήψη αποφάσεων: Η πρώτη οικουμενική σύνοδος έγινε στη Νίκαια. 2. το σύνολο των συνεδριάσεων της Βουλής σε ένα έτος: Ο πρόεδρος κήρυξε τη λήξη των εργασιών της πρώτης συνόδου της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τριδέντου, σύνοδος του- — Σύνοδος της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που συγκλήθηκε το 1545 και τελείωσε τις εργασίες της το 1563, μετά από δύο μεγάλες διακοπές. Οι εργασίες της σ. του Τ. άρχισαν επί πάπα Παύλου Γ’, διαιρούνται δε σε 3 περιόδους. Η πρώτη (1545 47),… …   Dictionary of Greek

  • συνοδός αστέρας — (Αστρον.). Το δεύτερο μέλος του διπλού αστρικού συστήματος. Συνήθως ο σ. είναι μικρότερου μεγέθους απ’ ότι ο κύριος αστέρας, πολλές φορές όμως δεν μπορεί να γίνει εύκολα διάκριση ανάμεσα στον κύριο αστέρα και το σ. του, επειδή και οι δύο είναι… …   Dictionary of Greek

  • Οικουμενική Σύνοδος — Είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο, που εκπροσωπεί το σύνολο της χριστιανικής Εκκλησίας. Συγκαλείται όταν προκύψει ένα σοβαρό δογματικό ή γενικότερα θρησκευτικό ζήτημα, το οποίο είναι δυνατό να αναστατώσει και να διχάσει την Εκκλησία και να… …   Dictionary of Greek

  • Ιερά Σύνοδος — Γενική ονομασία για τα κεντρικά διοικητικά σώματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτά είναι: η Ι.Σ. της Ιεραρχίας, η Διαρκής Ι.Σ. και η Γενική Εκκλησιαστική Συνέλευση. Η πρώτη αποτελεί την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και έχει τις εξής αρμοδιότητες: α) …   Dictionary of Greek

  • ξύνοδος — σύνοδος , σύνοδος 1 masc/fem nom sg σύνοδος , σύνοδος 2 assembly fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνόδω — σύνοδος 1 masc/fem nom/voc/acc dual σύνοδος 1 masc/fem gen sg (doric aeolic) σύνοδος 2 assembly fem nom/voc/acc dual σύνοδος 2 assembly fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»